Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
View word page
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτέοςᾱ ονvbl.adj of a storyto be covered up, to be concealedA.

ShortDef

to be veiled, concealed

Debugging

Headword:
συγκαλυπτέος
Headword (normalized):
συγκαλυπτέος
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυπτεος
IDX:
37444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37445
Key:
συγκαλυπτέος

Data

{'headword_display': '<b>συγκαλυπτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγκαλυπτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a story</Indic><Tr>to be covered up, to be concealed</Tr><Au>A.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'συγκαλυπτέος'}