Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
View word page
συγκαλυμμός
συγκαλυμμόςοῦmσυγκαλύπτω shroudingof the head by a cloakAr.

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
συγκαλυμμός
Headword (normalized):
συγκαλυμμός
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυμμος
IDX:
37443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37444
Key:
συγκαλυμμός

Data

{'headword_display': '<b>συγκαλυμμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκαλυμμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>συγκαλύπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shrouding<Expl>of the head by a cloak</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκαλυμμός'}