Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
View word page
συγ-καλέω
συγκαλέωξυγ-contr.vb call together, convoke, convenepersonsIl. A. Hdt. Th. Ar. Att.orats.mid.Hdt. NT. convenean assembly, a meetingPlb. NT. Plu. invite jointlyto a feastsomeonew.dat.w. othersX.

ShortDef

to call to council, convoke, convene

Debugging

Headword:
συγκαλέω
Headword (normalized):
συγκαλέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλεω
IDX:
37442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37443
Key:
συγκαλέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καλέω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>call together, convoke, convene</Tr><Obj>persons<Au>Il. A. Hdt. Th. Ar. Att.orats.<NBPlus/></Au></Obj><vS2><Indic>mid.</Indic><Au>Hdt. NT.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Tr>convene</Tr><Obj>an assembly, a meeting<Au>Plb. NT. Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>invite jointly<Expl>to a feast</Expl></Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. others</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαλέω'}