Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
View word page
συγ-καθορμίζομαι
συγκαθορμίζομαιpass.vb come to anchor alongsidePlb.

ShortDef

to be at anchor along with

Debugging

Headword:
συγκαθορμίζομαι
Headword (normalized):
συγκαθορμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθορμιζομαι
IDX:
37440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37441
Key:
συγκαθορμίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καθορμίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καθορμίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>come to anchor alongside</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαθορμίζομαι'}