Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθάπτω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
View word page
συγ-καθίζω
συγκαθίζωvb of personssit down togetherNT. Plu. of Roman senatorssit togetherw. someonePlu. mid.of a courtbe in sessionX.

ShortDef

to make to sit together

Debugging

Headword:
συγκαθίζω
Headword (normalized):
συγκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιζω
IDX:
37437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37438
Key:
συγκαθίζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καθίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καθίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>sit down together</Tr><Au>NT. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of Roman senators</Indic><Tr>sit together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of a court</Indic><Tr>be in session</Tr><Au>X.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαθίζω'}