Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθάπτω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
View word page
συγ-καθιερόω
συγκαθιερόωcontr.vb assist in dedicatingan offeringPlu.

ShortDef

to join in dedicating

Debugging

Headword:
συγκαθιερόω
Headword (normalized):
συγκαθιερόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιεροω
IDX:
37436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37437
Key:
συγκαθιερόω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καθιερόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καθιερόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>assist in dedicating</Tr><Obj>an offering<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαθιερόω'}