Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγραφικῶς
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθάπτω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
View word page
συγ-καθέλκομαι
συγκαθέλκομαιξυγ-pass.vbfut.
-καθελκυσθήσομαι
of a good manbe dragged down togetherw. evil associatesA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαθέλκομαι
Headword (normalized):
συγκαθέλκομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθελκομαι
IDX:
37433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37434
Key:
συγκαθέλκομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καθέλκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καθέλκομαι<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>-καθελκυσθήσομαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a good man</Indic><Tr>be dragged down together<Expl>w. evil associates</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαθέλκομαι'}