Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικῶς
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθάπτω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
View word page
συγ-καθάπτω
συγκαθάπτωvb fasten togetherlinkone's handw.dat.to someone, in a danceMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαθάπτω
Headword (normalized):
συγκαθάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαπτω
IDX:
37429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37430
Key:
συγκαθάπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καθάπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καθάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>fasten together</Def><Tr>link</Tr><Cmpl>one's hand<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone, in a dance</Expl><Au>Men.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκαθάπτω'}