Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόομαι
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικῶς
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθάπτω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
συγκαθιερόω
View word page
συγγυμναστής
συγγυμναστήςοῦm exercise-partnerPl. X. Aeschin.

ShortDef

a companion in bodily exercises

Debugging

Headword:
συγγυμναστής
Headword (normalized):
συγγυμναστής
Headword (normalized/stripped):
συγγυμναστης
IDX:
37426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37427
Key:
συγγυμναστής

Data

{'headword_display': '<b>συγγυμναστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγγυμναστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>exercise-partner</Tr><Au>Pl. X. Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγγυμναστής'}