Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόομαι
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικῶς
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθάπτω
συγκαθαρμόζω
συγκαθέζομαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκομαι
συγκαθεύδω
συγκάθημαι
View word page
συγ-γυμνάζω
συγγυμνάζωvb train togetherregular troops and mercenariesPlb. mid.take exercise togetherPl. Arist. Plu.w.dat.w. someonePl.

ShortDef

to exercise together

Debugging

Headword:
συγγυμνάζω
Headword (normalized):
συγγυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
συγγυμναζω
IDX:
37425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37426
Key:
συγγυμνάζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-γυμνάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>γυμνάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>train together</Tr><Obj>regular troops and mercenaries<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>take exercise together</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Pl.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγγυμνάζω'}