Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγηράσκω
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωρίζω
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόομαι
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικῶς
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμναστής
View word page
συγγνωστός
συγγνωστόςόνadj of an action or emotionpardonable, forgivableE. Ar. Plu.of a personPlu.

ShortDef

to be pardoned, pardonable, allowable

Debugging

Headword:
συγγνωστός
Headword (normalized):
συγγνωστός
Headword (normalized/stripped):
συγγνωστος
IDX:
37416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37417
Key:
συγγνωστός

Data

{'headword_display': '<b>συγγνωστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγγνωστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an action or emotion</Indic><Tr>pardonable, forgivable</Tr><Au>E. Ar. Plu.</Au><aS2><Indic>of a person</Indic><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'συγγνωστός'}