Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγηθέω
συγγηράσκω
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωρίζω
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόομαι
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικῶς
συγγράφω
συγγυμνάζω
View word page
συγγνωστέος
συγγνωστέοςᾱ ονvbl.adjσυγγιγνώσκωof remarksto be pardoned, pardonablePl.

ShortDef

one must pardon, indulge

Debugging

Headword:
συγγνωστέος
Headword (normalized):
συγγνωστέος
Headword (normalized/stripped):
συγγνωστεος
IDX:
37415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37416
Key:
συγγνωστέος

Data

{'headword_display': '<b>συγγνωστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγγνωστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>συγγιγνώσκω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of remarks</Indic><Tr>to be pardoned, pardonable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συγγνωστέος'}