Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωρίζω
View word page
συγ-γέωργος
συγγέωργοςξυγ-ουmγεωργός fellow farmerAr.

ShortDef

a fellow-labourer

Debugging

Headword:
συγγέωργος
Headword (normalized):
συγγέωργος
Headword (normalized/stripped):
συγγεωργος
IDX:
37404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37405
Key:
συγγέωργος

Data

{'headword_display': '<b>συγ-γέωργος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγ<hyph/>γέωργος<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γεωργός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fellow farmer</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγγέωργος'}