Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
View word page
συγγεωργέω
συγγεωργέωcontr.vbσυγγέωργος be a fellow farmerIs.

ShortDef

to be a fellow-labourer

Debugging

Headword:
συγγεωργέω
Headword (normalized):
συγγεωργέω
Headword (normalized/stripped):
συγγεωργεω
IDX:
37403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37404
Key:
συγγεωργέω

Data

{'headword_display': '<b>συγγεωργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγγεωργέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>συγγέωργος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a fellow farmer</Tr><Au>Is.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγγεωργέω'}