Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
View word page
συγγεννήτωρ
συγγεννήτωροροςf joint parentw.gen.of children, ref. to a wifePl.

ShortDef

one who assists in generating, common parent

Debugging

Headword:
συγγεννήτωρ
Headword (normalized):
συγγεννήτωρ
Headword (normalized/stripped):
συγγεννητωρ
IDX:
37402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37403
Key:
συγγεννήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>συγγεννήτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγγεννήτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>joint parent<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of children, ref. to a wife</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγγεννήτωρ'}