Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποσῡλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσῡρίζω
ἀποσῡ́ρω
ἀποσυσσῑτέω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφάττω
ἀποσφρᾱγίζομαι
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχεδιάζω
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζομαι
ἀποσχολάζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάμνω
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
View word page
ἀπο-σχαλίδωμα
ἀποσχαλίδωμαατοςnσχαλίς forked propfor netsX.

ShortDef

a forked piece of wood for propping hunting-nets

Debugging

Headword:
ἀποσχαλίδωμα
Headword (normalized):
ἀποσχαλίδωμα
Headword (normalized/stripped):
αποσχαλιδωμα
IDX:
373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-374
Key:
ἀποσχαλίδωμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-σχαλίδωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπο<hyph/>σχαλίδωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σχαλίς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>forked prop<Expl>for nets</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποσχαλίδωμα'}