Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
View word page
συγγένησις
συγγένησιςεωςfσυγγίγνομαι association, meetingof people w. each otherPl.

ShortDef

meeting

Debugging

Headword:
συγγένησις
Headword (normalized):
συγγένησις
Headword (normalized/stripped):
συγγενησις
IDX:
37398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37399
Key:
συγγένησις

Data

{'headword_display': '<b>συγγένησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγγένησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συγγίγνομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>association, meeting<Expl>of people w. each other</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγγένησις'}