Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
View word page
συγ-γενέτειρα
συγγενέτειραᾱςfγενετήρ ref. to Clytemnestrakinswomanw.gen.of the DioscuriE.

ShortDef

parent, mother

Debugging

Headword:
συγγενέτειρα
Headword (normalized):
συγγενέτειρα
Headword (normalized/stripped):
συγγενετειρα
IDX:
37396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37397
Key:
συγγενέτειρα

Data

{'headword_display': '<b>συγ-γενέτειρα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγ<hyph/>γενέτειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γενετήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to Clytemnestra</Indic><Tr>kinswoman<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the Dioscuri</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγγενέτειρα'}