Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
συγγέωργος
View word page
συγ-γελάω
συγγελάωcontr.vb laugh togethershare a laughE.fr.w.dat.over wineCall.epigr.

ShortDef

laugh with, join in laughter

Debugging

Headword:
συγγελάω
Headword (normalized):
συγγελάω
Headword (normalized/stripped):
συγγελαω
IDX:
37394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37395
Key:
συγγελάω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-γελάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>γελάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>laugh together</Def><Tr>share a laugh</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au><Obj><GLbl>w.dat.</GLbl>over wine<Au>Call.<Wk>epigr.</Wk></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγγελάω'}