Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγεννήτωρ
συγγεωργέω
View word page
συγ-γείτων
συγγείτωνονgen.ονοςadj of a landneighbouringE.

ShortDef

bordering, neighbouring

Debugging

Headword:
συγγείτων
Headword (normalized):
συγγείτων
Headword (normalized/stripped):
συγγειτων
IDX:
37393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37394
Key:
συγγείτων

Data

{'headword_display': '<b>συγ-γείτων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγ<hyph/>γείτων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a land</Indic><Tr>neighbouring</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συγγείτων'}