Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
View word page
συ-βόσιον
συ-βόσιονουnσῦςβόσκω
metri grat.(Hom.)
herd of pigsHom. Plb.

ShortDef

a herd of swine

Debugging

Headword:
συβόσιον
Headword (normalized):
συβόσιον
Headword (normalized/stripped):
συβοσιον
IDX:
37390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37391
Key:
συβόσιον

Data

{'headword_display': '<b>συ-βόσιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συ-βόσιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σῦς</Ref><Ref>βόσκω</Ref></Ety><FG><Case><Lbl><Form>ῑ</Form><ital> metri grat.</ital><Au><rom>(</rom>Hom.<rom>)</rom></Au></Lbl></Case></FG></HG> <nS1><Tr>herd of pigs</Tr><Au>Hom. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συβόσιον'}