Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγενέτειρα
συγγενής
View word page
συβαριάζω
συβαριάζωvbΣύβαρις play the Sybarite, live in the lap of luxuryAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συβαριάζω
Headword (normalized):
συβαριάζω
Headword (normalized/stripped):
συβαριαζω
IDX:
37387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37388
Key:
συβαριάζω

Data

{'headword_display': '<b>συβαριάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συβαριάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>Σύβαρις</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>play the Sybarite, live in the lap of luxury</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συβαριάζω'}