Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
σύγγαμος
συγγείτων
View word page
στωμύλλω
στωμύλλωvbaor.mid.
ἐστωμῡλάμην
act. and mid., of personschatter, prattle, babbleAr.of halcyonsAr.

ShortDef

to be talkative, to chatter, babble

Debugging

Headword:
στωμύλλω
Headword (normalized):
στωμύλλω
Headword (normalized/stripped):
στωμυλλω
IDX:
37383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37384
Key:
στωμύλλω

Data

{'headword_display': '<b>στωμύλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στωμύλλω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.mid.</Lbl><Form>ἐστωμῡλάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>act. and mid., of persons</Indic><Tr>chatter, prattle, babble</Tr><Au>Ar.</Au><vS2><Indic>of halcyons</Indic><Au>Ar.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'στωμύλλω'}