Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
Σύβαρις
συβήνη
συβόσιον
συβώτης
View word page
στωμυλίᾱ
στωμυλίᾱᾱςfστωμύλος wordiness, prattle, babbleAr. Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στωμυλίᾱ
Headword (normalized):
στωμυλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
στωμυλια
IDX:
37381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37382
Key:
στωμυλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στωμυλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στωμυλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στωμύλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wordiness, prattle, babble</Tr><Au>Ar. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στωμυλίᾱ'}