Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
σύ
συβαριάζω
View word page
στυφο-κόπος
στυφοκόποςουmκόπτω hard-hitterref. to an ὀρτυγοκόπος quail-tapperAr.

ShortDef

striking with a stick

Debugging

Headword:
στυφοκόπος
Headword (normalized):
στυφοκόπος
Headword (normalized/stripped):
στυφοκοπος
IDX:
37377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37378
Key:
στυφοκόπος

Data

{'headword_display': '<b>στυφο-κόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στυφο<hyph/>κόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hard-hitter<Expl>ref. to an <Gr>ὀρτυγοκόπος</Gr> <ital>quail-tapper</ital></Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στυφοκόπος'}