Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στωμύλματα
στωμύλος
View word page
στυφελός
στυφελόςή όνalsoός όνA.adj of earth, rockshardAR.of a shorerough, ruggedA. AR.fig., of military commanderstough, stalwartA.

ShortDef

hard, rough

Debugging

Headword:
στυφελός
Headword (normalized):
στυφελός
Headword (normalized/stripped):
στυφελος
IDX:
37375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37376
Key:
στυφελός

Data

{'headword_display': '<b>στυφελός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στυφελός</HL><Infl>ή όν<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>ός όν</FmInfl><Au>A.</Au></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of earth, rocks</Indic><Tr>hard</Tr><Au>AR.</Au><aS2><Indic>of a shore</Indic><Tr>rough, rugged</Tr><Au>A. AR.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>fig., of military commanders</Indic><Tr>tough, stalwart</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στυφελός'}