Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
στωμυλίᾱ
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
View word page
στυφελιγμός
στυφελιγμόςοῦmστυφελίζω buffeting, maltreatmentof a comic poet by an audienceAr.

ShortDef

ill-usage, abuse

Debugging

Headword:
στυφελιγμός
Headword (normalized):
στυφελιγμός
Headword (normalized/stripped):
στυφελιγμος
IDX:
37373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37374
Key:
στυφελιγμός

Data

{'headword_display': '<b>στυφελιγμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στυφελιγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στυφελίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>buffeting, maltreatment<Expl>of a comic poet by an audience</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στυφελιγμός'}