Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
στῡ́ω
στῶ
Στωικός
View word page
στυπτηρίη
στυπτηρίηηςIon.fστῡ́φω contract, draw togethera kind of astringent mineralalumHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυπτηρίη
Headword (normalized):
στυπτηρίη
Headword (normalized/stripped):
στυπτηριη
IDX:
37370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37371
Key:
στυπτηρίη

Data

{'headword_display': '<b>στυπτηρίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στυπτηρίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Gr>στῡ́φω</Gr> <ital>contract, draw together</ital></Ety></HG><nS1><Def>a kind of astringent mineral</Def><Tr>alum</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στυπτηρίη'}