Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
στυφοκόπος
View word page
στύπος
στύποςεοςουςn trunkof a treeAR. Plb. beamw.gen.of a battering-ramPlb.

ShortDef

stem, stump, block
coarse fiber

Debugging

Headword:
στύπος
Headword (normalized):
στύπος
Headword (normalized/stripped):
στυπος
IDX:
37367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37368
Key:
στύπος

Data

{'headword_display': '<b>στύπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στύπος</HL><Infl>εος<VInfl><FmInfl>ους</FmInfl></VInfl></Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>trunk<Expl>of a tree</Expl></Tr><Au>AR. Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>beam<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a battering-ram</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στύπος'}