Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στύφλος
View word page
στύξα
στύξαep.aor.seeστυγέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύξα
Headword (normalized):
στύξα
Headword (normalized/stripped):
στυξα
IDX:
37366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37367
Key:
στύξα

Data

{'headword_display': '<b>στύξα</b>', 'content': '<XE><RefFm>στύξα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>στυγέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στύξα'}