Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
στυπτηρίη
στύραξ
στύραξ
στυφελιγμός
View word page
στύμα
στύμαAeol.nseeστόμα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύμα
Headword (normalized):
στύμα
Headword (normalized/stripped):
στυμα
IDX:
37363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37364
Key:
στύμα

Data

{'headword_display': '<b>στύμα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στύμα</HL><PS>Aeol.n</PS></HG><XR>see<Ref>στόμα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στύμα'}