Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
στυππεῖον
στυππειοπώλης
View word page
στυγνότης
στυγνότηςητοςf sullennessof people, their looksPlb. Plu.gloominessof a placePlb.

ShortDef

gloominess, sullenness

Debugging

Headword:
στυγνότης
Headword (normalized):
στυγνότης
Headword (normalized/stripped):
στυγνοτης
IDX:
37359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37360
Key:
στυγνότης

Data

{'headword_display': '<b>στυγνότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στυγνότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>sullenness<Expl>of people, their looks</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>gloominess<Expl>of a place</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στυγνότης'}