Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀγαμέμνων
ἀγάμιον
ἄγαμος
ἄγᾱν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀλφιτοποιίᾱ
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσῑτέω
ἄλφοιμι
ἀλφός
ἁλῶ
ἅλω
Ἁλῷα
ἀλωεύς
ἀλωή
ἁλωίς
ἁλωκώς
ἅλων
View word page
ἀλφιτοσῑτέω
ἀλφιτοσῑτέωcontr.vbσῖτος eat groatsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλφιτοσῑτέω
Headword (normalized):
ἀλφιτοσῑτέω
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοσιτεω
IDX:
3735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3736
Key:
ἀλφιτοσῑτέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀλφιτοσῑτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀλφιτοσῑτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σῖτος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>eat groats</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀλφιτοσῑτέω'}