Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
στύπος
View word page
στυγνάζω
στυγνάζωvbστυγνός of a personlook grimat an unwelcome commandNT. of the skybe gloomyovercastNT.

ShortDef

to look gloomy, be sorrowful

Debugging

Headword:
στυγνάζω
Headword (normalized):
στυγνάζω
Headword (normalized/stripped):
στυγναζω
IDX:
37357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37358
Key:
στυγνάζω

Data

{'headword_display': '<b>στυγνάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στυγνάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>στυγνός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>look grim<Expl>at an unwelcome command</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of the sky</Indic><Tr>be gloomy<or/>overcast</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στυγνάζω'}