Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
Στύμφᾱλος
Στύξ
στύξα
View word page
στύγιος
στύγιοςονadjστύγος of grief, the anger of a goddesshateful, bitter, dreadE.

ShortDef

Stygian

Debugging

Headword:
στύγιος
Headword (normalized):
στύγιος
Headword (normalized/stripped):
στυγιος
IDX:
37356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37357
Key:
στύγιος

Data

{'headword_display': '<b>στύγιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στύγιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στύγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of grief, the anger of a goddess</Indic><Tr>hateful, bitter, dread</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στύγιος'}