Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
στῦλος
στύμα
View word page
στύγημα
στύγημαατοςn ref. to a personobject of hatredabominationto someoneE.

ShortDef

an abomination

Debugging

Headword:
στύγημα
Headword (normalized):
στύγημα
Headword (normalized/stripped):
στυγημα
IDX:
37353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37354
Key:
στύγημα

Data

{'headword_display': '<b>στύγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στύγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a person</Indic><Def>object of hatred</Def><Tr>abomination<Expl>to someone</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στύγημα'}