Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
στύγος
στῡλίς
View word page
στυγερ-ώπης
στυγερώπηςεςadjὤψ of Envyshowing hatred in the facescowling with hateHes.

ShortDef

of hateful look, horrible

Debugging

Headword:
στυγερώπης
Headword (normalized):
στυγερώπης
Headword (normalized/stripped):
στυγερωπης
IDX:
37351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37352
Key:
στυγερώπης

Data

{'headword_display': '<b>στυγερ-ώπης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στυγερ<hyph/>ώπης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Envy</Indic><Def>showing hatred in the face</Def><Tr>scowling with hate</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στυγερώπης'}