Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
στυγνάζω
στυγνός
στυγνότης
View word page
στυγ-ᾱ́νωρ
στυγᾱ́νωροροςmasc.fem.adjστυγέωἀνήρ of the Amazonian armyman-hatingA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυγᾱ́νωρ
Headword (normalized):
στυγᾱ́νωρ
Headword (normalized/stripped):
στυγανωρ
IDX:
37349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37350
Key:
στυγᾱ́νωρ

Data

{'headword_display': '<b>στυγ-ᾱ́νωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στυγ<hyph/>ᾱ́νωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>στυγέω</Ref><Ref>ἀνήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Amazonian army</Indic><Tr>man-hating</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στυγᾱ́νωρ'}