Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
στύγιος
View word page
στρώτης
στρώτηςουm appos.w. θεράπων servantperson responsible for spreading coverletsPlu.

ShortDef

one that gets couches ready

Debugging

Headword:
στρώτης
Headword (normalized):
στρώτης
Headword (normalized/stripped):
στρωτης
IDX:
37346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37347
Key:
στρώτης

Data

{'headword_display': '<b>στρώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>appos.w. <Ref>θεράπων</Ref> <ital>servant</ital></Indic><Tr>person responsible for spreading coverlets</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρώτης'}