Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
Στύγιος
View word page
στρωτήρ
στρωτήρῆροςm timber cross-beamfloor-beam, joistPlb.

ShortDef

rafter laid upon

Debugging

Headword:
στρωτήρ
Headword (normalized):
στρωτήρ
Headword (normalized/stripped):
στρωτηρ
IDX:
37345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37346
Key:
στρωτήρ

Data

{'headword_display': '<b>στρωτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρωτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>timber cross-beam</Def><Tr>floor-beam, joist</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρωτήρ'}