Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
στυγέω
στύγημα
στυγητός
View word page
στρώννῡμι
στρώννῡμιστρωννύωvbsseeστόρνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρώννῡμι
Headword (normalized):
στρώννῡμι
Headword (normalized/stripped):
στρωννυμι
IDX:
37344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37345
Key:
στρώννῡμι

Data

{'headword_display': '<b>στρώννῡμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στρώννῡμι</HL><VL><FmHL>στρωννύω</FmHL></VL><PS>vbs</PS></HG><XR>see<Ref>στόρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στρώννῡμι'}