Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
στυγερός
στυγερώπης
View word page
στρωματό-δεσμον
στρωματόδεσμονουn alsoστρωματόδεσμοςουPlu.mδέω1 bag for packing bedclothesbedding-bag, bed-packPl. X. Aeschin. Plu.

ShortDef

a leather or linen bag with bedding

Debugging

Headword:
στρωματόδεσμον
Headword (normalized):
στρωματόδεσμον
Headword (normalized/stripped):
στρωματοδεσμον
IDX:
37341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37342
Key:
στρωματόδεσμον

Data

{'headword_display': '<b>στρωματό-δεσμον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρωματό<hyph/>δεσμον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>στρωματόδεσμος</HL2><Infl>ου<Au>Plu.</Au></Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG2></HG> <nS1><Def>bag for packing bedclothes</Def><Tr>bedding-bag, bed-pack</Tr><Au>Pl. X. Aeschin. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρωματόδεσμον'}