Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
στρώτης
στρωτός
στρωφάω
στυγᾱ́νωρ
View word page
στρυφνότης
στρυφνότηςητοςf acerbity, harshnessof characterPlu.

ShortDef

a rough, harsh taste

Debugging

Headword:
στρυφνότης
Headword (normalized):
στρυφνότης
Headword (normalized/stripped):
στρυφνοτης
IDX:
37339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37340
Key:
στρυφνότης

Data

{'headword_display': '<b>στρυφνότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρυφνότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>acerbity, harshness<Expl>of character</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρυφνότης'}