Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμέμνων
ἀγάμιον
ἄγαμος
ἄγᾱν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀλφιτοποιίᾱ
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσῑτέω
ἄλφοιμι
ἀλφός
ἁλῶ
ἅλω
Ἁλῷα
ἀλωεύς
ἀλωή
ἁλωίς
View word page
ἀλφιτοποιίᾱ
ἀλφιτοποιίᾱᾱςfποιέω making of groatsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλφιτοποιίᾱ
Headword (normalized):
ἀλφιτοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοποιια
IDX:
3733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3734
Key:
ἀλφιτοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀλφιτοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλφιτοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>making of groats</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλφιτοποιίᾱ'}