Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
στρωτήρ
View word page
στροφοδῑνέομαι
στροφοδῑνέομαιmid.pass.contr.vbστρόφοςδῑνέω; cf.στρεφεδῑνέομαι of vultureswheel round and roundA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στροφοδῑνέομαι
Headword (normalized):
στροφοδῑνέομαι
Headword (normalized/stripped):
στροφοδινεομαι
IDX:
37335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37336
Key:
στροφοδῑνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>στροφοδῑνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στροφοδῑνέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>στρόφος</Ref><Ref>δῑνέω</Ref>; cf.<Ref>στρεφεδῑνέομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of vultures</Indic><Tr>wheel round and round</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στροφοδῑνέομαι'}