Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
στρωματοφύλαξ
στρωμνή
στρώννῡμι
View word page
στρόφις
στρόφιςmonly nom.twisterref. to an evasive or deceitful personAr.

ShortDef

a twisting, slippery fellow

Debugging

Headword:
στρόφις
Headword (normalized):
στρόφις
Headword (normalized/stripped):
στροφις
IDX:
37334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37335
Key:
στρόφις

Data

{'headword_display': '<b>στρόφις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρόφις</HL><PS>m</PS><FG><Case><Lbl>only nom.</Lbl></Case></FG></HG><nS1><Tr>twister<Expl>ref. to an evasive or deceitful person</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρόφις'}