Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
στρῶμα
στρωματόδεσμον
View word page
στρόφιγξ
στρόφιγξιγγοςf pivotfitting into the στροφεύς door-socketPlu.for a moving figure on a shieldE.ref. to a vertebraPl.fig.pivot, hingew.gen.of a tongue, in a versatile speakerAr.

ShortDef

the pivot, axle

Debugging

Headword:
στρόφιγξ
Headword (normalized):
στρόφιγξ
Headword (normalized/stripped):
στροφιγξ
IDX:
37331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37332
Key:
στρόφιγξ

Data

{'headword_display': '<b>στρόφιγξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρόφιγξ</HL><Infl>ιγγος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>pivot<Expl>fitting into the <Ref>στροφεύς</Ref> <ital>door-socket</ital></Expl></Tr><Au>Plu.</Au><nS2><Indic>for a moving figure on a shield</Indic><Au>E.</Au></nS2><nS2><Indic>ref. to a vertebra</Indic><Au>Pl.</Au></nS2></nS1><nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>pivot, hinge<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a tongue, in a versatile speaker</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρόφιγξ'}