Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
στρυφνότης
View word page
στροφεύς
στροφεύςέωςm door-sockethole set in a threshold and lintel into which fitted the στρόφιγξ, the pivot on which the door turnsAr.pl.sockets and pivotsPlb.

ShortDef

the socket

Debugging

Headword:
στροφεύς
Headword (normalized):
στροφεύς
Headword (normalized/stripped):
στροφευς
IDX:
37329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37330
Key:
στροφεύς

Data

{'headword_display': '<b>στροφεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στροφεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>door-socket<Expl>hole set in a threshold and lintel into which fitted the <Ref>στρόφιγξ</Ref>, the pivot on which the door turns</Expl></Tr><Au>Ar.</Au><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>sockets and pivots</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'στροφεύς'}