Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
στρυφνός
View word page
στροφεῖον
στροφεῖονουn twisted cordX.

ShortDef

a twisted noose, cord

Debugging

Headword:
στροφεῖον
Headword (normalized):
στροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
στροφειον
IDX:
37328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37329
Key:
στροφεῖον

Data

{'headword_display': '<b>στροφεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στροφεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>twisted cord</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στροφεῖον'}