Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
Στρῡμών
View word page
στροφάς
στροφάςάδοςmasc.fem.adj of the paths of the Great Bearrevolving, circlingS.

ShortDef

turning round

Debugging

Headword:
στροφάς
Headword (normalized):
στροφάς
Headword (normalized/stripped):
στροφας
IDX:
37327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37328
Key:
στροφάς

Data

{'headword_display': '<b>στροφάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στροφάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the paths of the Great Bear</Indic><Tr>revolving, circling</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στροφάς'}